Κεφάλαιο 8


Ανοίγω τα μάτια μου.Δεν είναι πλέον σκοτάδι.Φως.
-Ελπίδα σήκω!Θα αργήσεις στον αγώνα! Φωνάζει η μαμά μου.
Είμαι ζωντανή...Όλα ήταν ένα όνειρο...Πετάγομαι από το κρεβάτι και ντύνομαι.
-Έλα να φας πρωινό! Μου λέει η μαμά μου από την κουζίνα.
Πηγαίνω μέσα.Σαστίζω.Το κάδρο είναι κρεμασμένο πάνω από το τζάκι.Η χειμωνιάτικη νύχτα,το σκοτάδι.
-Δεν ήξερα ότι ζωγραφίζεις τόσο ωραία Ελπίδα,αν είναι να λείπω το βράδυ πιο συχνά να μας ζωγραφίζεις κανένα πίνακα! Μου λέει βλέποντας πως στέκομαι εκεί για ώρα.
Ήταν όλα τελικά ένα όνειρο ή μήπως όχι;
Το σκοτάδι είναι κάτι που βλέπουμε και ας μην βλέπουμε.
Ίσως κάτι τέτοιο να ήταν και όλο το βραδινό μαρτύριό μου.

Κεφάλαιο 7


Έπεσα μέσα σε μια πισίνα.Έχω χάσει τις αισθήσεις μου,μέχρι που κάποιος με τραβάει πάνω.Είναι η Μάγδα.
-Τρέξε! Μου λέει με φωνή τρεμάμενη.
Τρέχω,τρέχω όσο μπορώ.Την ακολουθάω όπου πηγαίνει.Ακούω από πίσω τους απαγωγείς να μας απειλούν πως αν δεν σταματήσουμε θα μας σκοτώσουν.
-Μην τους ακούς! Μου λέει. Συνέχιζε να τρέχεις!
Τρέχω,όσο βλέπω,γιατί και έξω το μόνο που υπάρχει είναι το σκοτάδι.Νιώθω το πόδι μου να γραπώνεται.Πέφτω κάτω και σοριάζομαι.Κοιτάζω να δω τι με έπιασε.Είναι η φυγούρα.Ο απαγωγέας.Σηκώνει ένα όπλο,με στοχεύει στο κεφάλι.
Κρότος.Σκοτάδι.

Κεφάλαιο 6


Ανοίγω τα μάτια μου.Σκοτάδι.Αυτό που αγαπούσα τόσο πολύ τώρα με τρομοκρατεί.Το μόνο που βλέπω είναι μια μικρή λάμψη στο βάθος,σίγουρα η κλειδαριά μιας πόρτας.Δεν ξέρω τι κάνω εκεί μέσα και δεν ξέρω ούτε τι να περιμένω να συμβεί.Ακούω φωνές από την έξω πλευρά.Πρσπαθώ να σηκωθώ αλλά καταλαβαίνω αμέσως πως είμαι δεμένη σε μια καρέκλα.
-Τρέχα μέσα να δεις τι κάνει! Ακούω να λέει κάποιος.
Πετάγομαι όρθια με τη καρέκλα μαζί και τρέχω όσο πιο αθόρυβα μπορώ μέσα στο άγνωστο δωμάτιο.Κάνω κύκλους προφανώς μέχρι που νιώθω όλη τη σάρκα μου να κόβεται.Έσπασα ένα παράθυρο.Μόλις συνηδητοποιώ τι έγινε τρέχω και πάλι,αυτή τη φορά χωρίς τη καρέκλα μιας και κόπηκε το σχοινί.Και πάλι σκοτάδι.Είμαι σίγουρη ότι με κυνηγάνε πάλι.Όλα «καλά» μέχρι που μουσκεύομαι ολόκληρη.

Κεφάλαιο 5


Το σκέφτομαι τώρα καλύτερα,να πλησιάσω ή να μείνω εδώ που είμαι; Βαδίζω προς το μέρος της φιγούρας,μένει εκεί ακίνητη.Μόλις φτάνω στη γωνία,αρχίζει να τρέχει.Εντελώς ασυνείδητα αρχίζω να τρέχω κι εγώ από πίσω.Όλα γύρω μου έχουν γίνει μια μάζα από σκιές,τρέχω πολύ γρήγορα.Σε κάποια στιγμή χάνω τη φυγούρα.Κοιτάω αριστερά και δεξιά αλλά τίποτα. Ή τουλάχιστον τίποτα μέχρι τα επόμενα δευτερόλεπτα που νιώθω κάτι κρύα χέρια να με γραπώνουν και να μου κλείνουν το στόμα.Προσπαθώ να ξεφύγω αλλά όλα αυτά μάταια.
-Σώπασε! Μου λέει μια αντρική φωνή.
Σωπάω όπως μου είπε αλλά όχι γιατί μου το πρόσταξε αυτός,αλλά γιατί η όλη ενέργεια μου έχει εξαντληθεί.
-Θα σε πάω κάπου που θα σου αρέσει πολύ...Μου λέει και γελάει κρυφά.
Δεν έχω άλλη επιλογή,πάω όπου με πάει...Ξαφνικά βρίσκομαι σε ένα φορτηγό.Ξεκινάμε για το άγνωστο...

Κεφάλαιο 4


Το κρατάω στα χέρια μου και το επεξεργάζομαι.Από πού μπορεί να ήρθε αυτό το πράγμα;Ακούω από έξω τη φίλη μου τη Μάγδα να με φωνάζει.Βγαίνω και πάλι έξω στο μπαλκόνι.
-Έλα,κατέβα κάτω! Θέλω να σου δείξω κάτι! Μου λέει με δυνατή φωνή.
-Εντάξει,ένα λεπτό να βάλω τα παπούτσια μου! Της λέω μη ξέροντας τι μπορεί να θέλει να μου δείξει.
Κατεβαίνω κάτω αλλά η Μάγδα έχει εξαφανιστεί...Ακούω κάτι πίσω από ένα θάμνο,γυρίζω να κοιτάξω και είναι πάλι αυτή η μαύρη σκιά.Τρέχω να πλησιάσω αλλά έχει εξαφανιστεί στο πρώτο κι όλας βήμα μου.Αρχίζω να φοβάμαι μήπως όλα αυτά είναι μέρος της φαντασίας μου,αλλά αποδίχθει ότι κάνω λάθος διότι βλέπω τη σκιά τώρα ως φυγούρα στην γωνία του πεζοδρομίου.

Κεφάλαιο 3


Πάω στη κουζίνα να πιώ λίγο νερό και να ξαπλώσω πάλι.Εκεί που φτάνω στην βρύση βλέπω τη Λάνα να με κοιτάει στα μάτια με ύφος τρομαγμένο.Σκύβω και την χαϊδεύω για να ησυχάσει.Ξαφνικά πίσω της βλέπω μια σκιά να κουνιέται.Τρομάζω και μένω σαστισμένη εκεί.Σε λίγο η σκιά έχει εξαφανιστεί,αφήνοντας με να κοιτάω τον τοίχο.Βάζω νερό στο ποτήρι και επιστρέφω στο δωμάτιό μου.Τα νερά που ήταν στο πάτωμα εχούν πλέον στεγνώσει.Ξαπλώνω και πάλι αλλά είχα ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή και μπαίνει μέσα η Λάνα.Της λέω να πάει μέσα αλλά είναι φανερά και πάλι τρομαγμένη.
Κάθομαι μαζί της στο σαλόνι μέχρι που ακούω από έξω ένα σφύριγμα,γνωστό στ’αυτιά μου.Βγαίνω στο μπαλκόνι,ο αέρας σφυρίζει και πάλι.Το σκοτάδι είναι ακόμα πιο μαύρο.Ακούστηκε από μέσα κάτι σα να σπάζει και τρέχω να δω τι είναι.Η Λάνα έριξε το βάζο του μικρού τραπεζιού, αλλά το μικρό κάδρο που απεικονίζει μια χειμωνιάτικη νύχτα ακουμπισμένο εκεί πάνω  είναι που μου τραβάει την προσοχή και κάνει την καρδιά μου να χτυπά δυνατά και να τρέμω ολόκληρη από το φόβο.

Κεφάλαιο 2


Ετοιμάζομαι σιγά σιγά για ύπνο παρ’όλο που αυτό δεν πρόκειτε να συμβεί, διότι έχω άλλα στο μυαλό μου,για παράδειγμα τι θα κάνω αύριο στον αγώνα μπάσκετ.Φοράω τις πιζάμες μου,πλένω τα δόντια μου και ξαπλώνω στο κρεβάτι αφού ανοίξω την τηλεόραση.Τα σκεπάσματα είναι ακόμα κρύα αλλά μέσα σε λίγα λεπτά το σώμα μου έχει ζεσταθεί,η καρδιά μου όμως  παραμένει κρύα...
Αφού έκανα μια γύρα όλα τα κανάλια και δεν έχει τίποτε το συναρπαστικό και πλησιάζει δέκα η ώρα,αποφασίζω να γυρίσω πλευρό και να προσπαθήσω να κοιμηθώ.
Καθώς περνά η ώρα ο ήχος της τηλεόρασης χάνεται στο βάθος του μυαλού μου,σε λίγα δευτερόλεπτα θα έχω κοιμηθεί.
Ακούω κάποιον να χτυπάει την πόρτα.Σηκώνομαι και πατάω σε νερά,μη ξέρωντας από που ήρθαν.Τρέχω όμως μέσα και βλέπω τη Λάνα να γαβγίζει στην πόρτα.Κοιτάζω από το ματάκι της πόρτας να δω ποιος είναι αλλά το μόνο που διακρίνω είναι το σκοτάδι.Ανοίγω την πόρτα αλλά και πάλι τίποτα..Κλειδώνω ξανά και βλέπω τη Λάνα να κοίταζει έξω από το παράθυρο,το μόνο που μένει χωρίς πατζούρι κλεισμένο.Κοιτάζω κι εγώ αλλά πάλι βλέπω μονάχα το σκοτάδι.

Κεφάλαιο 1


Ξεπροβάλει πλέον το φεγγάρι στον ουρανό,έρχεται η νύχτα,το σκοτάδι...Είναι για εμένα πλέον κάτι οικείο,πιο οικείο και από το ίδιο μου το σπίτι.Οκτώ η ώρα,πρέπει να γυρίσω πίσω.
Ένα βήμα πριν από τη πόρτα...Κοιτάω για τελευταία φορά γύρω μου,το σκοτάδι που με περιβάλλει.Ξεκλειδώνω,ορμάει πάνω μου η Λάνα,το γλυκό δαλματίας μου!
-Να’σαι επιτέλους! Φωνάζει η μαμά μου.
-Ναι,εδώ είμαι!Μαμά μην μου φωνάζεις,οκτώ και μισή είναι η ώρα μόνο! Της απαντάω και με το δίκαιο μου κι όλας! 16 χρονών κοπέλα,δεν νομίζω να είναι και τόσο αργά!
-Θέλω μέχρι τις δέκα να έχεις πέσει για ύπνο! Μου λέει φορώντας το παλτό της.
-Πού πηγαίνεις; Ρωτάω με βλέμμα περίεργο,διότι η μαμά μου δεν βγαίνει έξω συχνά.
-Έξω,θα πάω με τις φίλες μου για φαγητό,έχει γεννέθλια η Ελένη σήμερα! Μου λέει ξεκλειδώνοντας την πόρτα.
-Ωραία,καλά να περάσετε... Της λέω ξέροντας πως ούτως ή άλλως πως θα περάσουν καλά.
-Καληνύχτα Ελπίδα.
-Καληνύχτα μαμά.